- ευχαριστοπραξία
- εὐχαριστοπραξία, ἡ (Μ)η τέλεση τής θείας ευχαριστίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστοπραξία (αντί τού ορθτ. *ευχαριστιοπραξία) < ευχαριστία + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, δικαιο-πραξία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.